ταχυστροφάλιγξ

ταχυστροφάλιγξ
τᾰχυ-στροφάλιγξ [φᾰ], ιγγος,
A quickly turning,

χορείη Nonn.D.45.273

, cf. 48.165.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχυστροφάλιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που περιστρέφεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + στροφάλιγξ «περιστροφή»] …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”